- в...
- во..., въ..., πρόθεμα που σημαίνει:1. κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέσα: вбежать, влететь, вбить, вдуть.2. κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υποκείμενο•
вдохнуть, впитать, всосать.
3. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί•он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε μεσα στη σνιάλα.
4. με το•цорю ся στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.